συμφεροντολογικός

συμφεροντολογικός
-ή, -ό, Ν [συμφεροντολόγος]
αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον συμφεροντολόγο.
επίρρ...
συμφεροντολογικά
με τον τρόπο που ταιριάζει στον συμφεροντολόγο, με επιδίωξη μόνο τού προσωπικού συμφέροντος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμφεροντολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που κινείται από συμφεροντολογία: Ενεργεί συμφεροντολογικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομπίνα — η 1. συμφεροντολογικός συνδυασμός, κόλπο που γίνεται με σκοπό το συμφέρον ή το κέρδος 2. τα σχέδια που καταστρώνονται γι αυτόν τον σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. combine, συντετμημένος τ. τού combinaison «συνδυασμός»] …   Dictionary of Greek

  • κομπίνα — η (λ. γαλλ.) 1. αρμονικός ή συμφεροντολογικός συνδυασμός. 2. καταστρωμένα σχέδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”